- προστιμᾷν
- προστιμάωaward further penaltypres inf actπροστῑμᾷν , προστιμάωaward further penaltypres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστιμᾶν — προστιμάω award further penalty pres part act masc voc sg (doric aeolic) προστιμάω award further penalty pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) προστιμάω award further penalty pres part act masc nom sg (doric aeolic) προστιμᾶ̱ν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστιμώ — άω, Α [πρόστιμον] 1. (για δικαστήριο) επιβάλλω ποινή πρόσθετη ή βαρύτερη από εκείνην που ορίζει ο νόμος («προστιμᾱν τοὺς κρίνοντας τὴν δίκην ὅ, τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῑν», Πλάτ.) 2. μέσ. προστιμῶμαι, άομαι (για δικαστή) προτείνω την επιβολή… … Dictionary of Greek